- ακριβολόγος
- α, ο [ος , ον ] точно излагающий или выражающий свои мысли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακριβολόγος — α, ο αυτός που διατυπώνει με ακρίβεια τα διανοήματά του: Ήταν τόσο ακριβολόγος, ώστε πάλευε ώρες για να βρει την κατάλληλη λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβολόγος — ἀκρῑβολόγος , ἀκριβολόγος precise in argument masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβόλογος — η, ο 1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία 2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + λογος < λέγω] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
ακριβολογώ — ( έω) (AM ἀκριβολογοῡμαι) 1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ 2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια αρχ. σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβολόγος. ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις νεοελλ. ακριβολόγημα] … Dictionary of Greek
Μενέντεθ Πιδάλ, Ραμόν — (Ramon Menendez Pidal, Λα Κορούνια, Γαλικία 1869 – Μαδρίτη 1968). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Για πολλά χρόνια δίδαξε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Το 1914 ίδρυσε το έγκυρο όργανο των Ισπανών φιλολόγων Revista de fllologia espanola … Dictionary of Greek
Σουητώνιος Τρανκίλλιος, Γάιος — (Gaius Suetonius Tranquillus). Λατίνος ιστορικός και λόγιος (1ος 2ος αι.). Δικηγόρος επί Τραϊανού, αυτοκρατορικός υπάλληλος την εποχή του Αδριανού, δίγλωσσος (έγραφε με την ίδια ευκολία στα λατινικά και στα ελληνικά), έγραψε σοφά εγκυκλοπαιδικά… … Dictionary of Greek
ἀκριβολόγου — ἀκρῑβολόγου , ἀκριβολόγος precise in argument masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)